παρατσούκλι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|nickname}} |
* {{en}} : ''συχνά μειωτικό'': {{τ|en|slur}}, {{τ|en|nickname}} |
||
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 10:33, 13 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρατσούκλι | τα | παρατσούκλια |
γενική | του | παρατσουκλιού | των | παρατσουκλιών |
αιτιατική | το | παρατσούκλι | τα | παρατσούκλια |
κλητική | παρατσούκλι | παρατσούκλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- παρατσούκλι < μεσαιωνική ελληνική παρατσούκλιον (ίσως: < (ελληνιστική κοινή) παράτιτλον < τίτλος)
Ουσιαστικό
παρατσούκλι ουδέτερο
- ένα περίεργο συνήθως όνομα με το οποίο φωνάζουν κάποιον επειδή ταιριάζει στην εμφάνισή του ή σε κάτι άλλο πάνω του. ή για να τον κοροϊδέψουν
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παρατσούκλι
|