δικάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|δεκάζω}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[δικάζω]] < [[δίκη]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[δίκη]]


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[δικάζομαι]])
#{{νομ}} [[βγάζω]] [[καταδικαστικός|καταδικαστική]] ή [[αθωωτικός|αθωωτική]] [[απόφαση]] για κάποιον [[ως]] [[δικαστής]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#{{κτεπε}} [[καταδικάζω]]
#{{μτφρ}} [[κρίνω]]


===={{βλέπε}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}

*[[αδίκαστα]]
===={{μεταφράσεις}}====
*[[αδίκαστος]]
*[[ακαταδίκαστος]]
*[[ανεκδίκαστος]]
*[[ανεπιδίκαστος]]
*[[αντιδικαστικός]]
*[[αρχιδικαστής]]
*[[αυτοδικάζομαι]]
*[[αυτοδικαζόμενος]]
*[[αυτοκαταδικάζομαι]]
*[[αυτοκατασικασμένος]]
*[[δεδικασμένο]]
*[[δικάσιμη]]
*[[δικάσιμο]]
*[[δικάσιμος]]
{{-}}
*[[δικαστήριο]]
*[[δικαστής]]
*[[δικαστίνα]]
*[[δικαστικά]]
*[[δικαστικός]]
*[[εκδικάζω]]
*[[εκδίκαση]]
*[[επιδικάζω]]
*[[επιδίκαση]]
*[[ιατροδικαστής]]
*[[ιατροδικαστίνα]]
*[[ιατροδικαστικός]]
*[[καταδικάζω]]
*[[καταδικασθείς]]
*[[καταδικαστέος]]
{{-}}
*[[καταδικαστικά]]
*[[καταδικαστικός]]
*[[προδικάζω]]
*[[προδικασία]]
*[[προδικαστικά]]
*[[προδικαστικός]]
*{{βλ|δίκη}}
{{)}}


===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'νομίζω'}}


===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|judge}}
* {{en}} : {{τ|en|judge}}
Γραμμή 29: Γραμμή 74:
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
* {{it}} : {{τ|it|giudicare}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
Γραμμή 48: Γραμμή 93:
* {{ro}} : {{τ|ro|judeca}}
* {{ro}} : {{τ|ro|judeca}}
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|судить|tr=sʊˈdʲitʲ}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 06:38, 16 Νοεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: δεκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

Ρήμα

δικάζω (παθητική φωνή: δικάζομαι)

  1. Πρότυπο:νομ βγάζω καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση για κάποιον ως δικαστής
  2. (κατ’ επέκταση) καταδικάζω
  3. (μεταφορικά) κρίνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις