αναστάτωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'λύση'}} |
{{el-κλίσ-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} ἀναστατόω ή {{αρχ}} [[ἀναστάτωσις]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἀναστατόω]] ή {{αρχ}} [[ἀναστάτωσις]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} (πιο δόκιμος ο ενικός) |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} (πιο δόκιμος ο ενικός) |
Αναθεώρηση της 20:47, 23 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- αναστάτωση < (ελληνιστική κοινή) ἀναστατόω ή αρχαία ελληνική ἀναστάτωσις
Ουσιαστικό
αναστάτωση θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)
- αναταραχή, ταραχή, κομφούζιο, προβληματική λειτουργία σε μηχανισμούς με οργανωμένο χρονοδιάγραμμα
- 'Μετά τη φάρσα για βόμβα επακολούθησε μια αναστάτωση καθώς κανένας μας δεν ήξερε πότε θα απογειωθούν τα αεροπλάνα
- Εξαιτίας της απεργίας προκλήθηκε αναστάτωση σε όλα τα δρομολόγια
- λαχτάρα, ερωτικός ή συναισθηματικός ξεσηκωμός
- Οταν με πλησιάζει αυτό το κορίτσι, νιώθω μια γλυκειά αναστάτωση
Μεταφράσεις
αναστάτωση