συγγράφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
||
Γραμμή 80: | Γραμμή 80: | ||
[[en:συγγράφω]] |
[[en:συγγράφω]] |
||
[[mg:συγγράφω]] |
[[mg:συγγράφω]] |
||
[[ru:συγγράφω]] |
Αναθεώρηση της 20:12, 28 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγγράφω < αρχαία ελληνική συγγράφω < σύν + γράφω
Ρήμα
συγγράφω
- γράφω κάποιο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή άλλου είδους κείμενο (σχετικά) μεγάλης έκτασης, που ενδεχομένως θα εκδώσω σε ηλεκτρονικό ή έντυπο βιβλίο
Συγγενικά
- συγγραφέας
- συγγραφή
- συγγραφικός
- → δείτε τις λέξεις συν και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγγράφω | συνέγραφα | θα συγγράφω | να συγγράφω | συγγράφοντας | |
β' ενικ. | συγγράφεις | συνέγραφες | θα συγγράφεις | να συγγράφεις | σύγγραφε | |
γ' ενικ. | συγγράφει | συνέγραφε | θα συγγράφει | να συγγράφει | ||
α' πληθ. | συγγράφουμε | συγγράφαμε | θα συγγράφουμε | να συγγράφουμε | ||
β' πληθ. | συγγράφετε | συγγράφατε | θα συγγράφετε | να συγγράφετε | συγγράφετε | |
γ' πληθ. | συγγράφουν(ε) | συνέγραφαν συγγράφαν(ε) |
θα συγγράφουν(ε) | να συγγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέγραψα | θα συγγράψω | να συγγράψω | συγγράψει | ||
β' ενικ. | συνέγραψες | θα συγγράψεις | να συγγράψεις | σύγγραψε | ||
γ' ενικ. | συνέγραψε | θα συγγράψει | να συγγράψει | |||
α' πληθ. | συγγράψαμε | θα συγγράψουμε | να συγγράψουμε | |||
β' πληθ. | συγγράψατε | θα συγγράψετε | να συγγράψετε | συγγράψτε | ||
γ' πληθ. | συνέγραψαν συγγράψαν(ε) |
θα συγγράψουν(ε) | να συγγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγγράψει | είχα συγγράψει | θα έχω συγγράψει | να έχω συγγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις συγγράψει | είχες συγγράψει | θα έχεις συγγράψει | να έχεις συγγράψει | έχε συγγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει συγγράψει | είχε συγγράψει | θα έχει συγγράψει | να έχει συγγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγγράψει | είχαμε συγγράψει | θα έχουμε συγγράψει | να έχουμε συγγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε συγγράψει | είχατε συγγράψει | θα έχετε συγγράψει | να έχετε συγγράψει | έχετε συγγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συγγράψει | είχαν συγγράψει | θα έχουν συγγράψει | να έχουν συγγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συγγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συγγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συγγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συγγραμμένο |