τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{πολυλεκτικοί όροι}}: μικροδιορθώσεις |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
||
* |
*[[καισαρική τομή]] |
||
* |
*[[χρυσή τομή]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 22:40, 4 Ιανουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομή | οι | τομές |
γενική | της | τομής | των | τομών |
αιτιατική | την | τομή | τις | τομές |
κλητική | τομή | τομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Ουσιαστικό
τομή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
- (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
- η τομή των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
- η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
- (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
τομή