τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
*[[τομή Ντέντεκιντ]]
*[[τομή Ντέντεκιντ]]
*[[χρυσή τομή]]
*[[χρυσή τομή]]
{{ΒΠ}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 22:46, 4 Ιανουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τομή οι τομές
      γενική της τομής των τομών
    αιτιατική την τομή τις τομές
     κλητική τομή τομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)

Ουσιαστικό

τομή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
  2. (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
  3. Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
    η τομή των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }
  4. Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
    η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
  5. (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις