δικάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 109: Γραμμή 109:
[[fr:δικάζω]]
[[fr:δικάζω]]
[[it:δικάζω]]
[[it:δικάζω]]
[[lt:δικάζω]]
[[mg:δικάζω]]
[[mg:δικάζω]]
[[ru:δικάζω]]
[[ru:δικάζω]]

Αναθεώρηση της 17:12, 6 Ιανουαρίου 2016

Δείτε επίσης: δεκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

Ρήμα

δικάζω (παθητική φωνή: δικάζομαι)

  1. Πρότυπο:νομ βγάζω καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση για κάποιον ως δικαστής
  2. (κατ’ επέκταση) καταδικάζω
  3. (μεταφορικά) κρίνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις