τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 86: Γραμμή 86:
[[fr:τρέφω]]
[[fr:τρέφω]]
[[it:τρέφω]]
[[it:τρέφω]]
[[lt:τρέφω]]
[[mg:τρέφω]]
[[mg:τρέφω]]
[[ro:τρέφω]]
[[ro:τρέφω]]

Αναθεώρηση της 17:22, 6 Ιανουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

τρέφω, πρτ.: έτρεφα, στ.μέλλ.: θα θρέψω, αόρ.: έθρεψα, παθ.φωνή: τρέφομαι, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις