ανέραστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἀνέραστος}} |
{{δείτε|ἀνέραστος}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}σφάλμα |
||
Κλίνεται όπως το ανώμαλος [[οξύφωνου-οξυφώνου]] κι όχι σαν το καλός ή όμορφος |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἀνέραστος}} < {{αρχ|ἐράω}} / [[ἐρῶ]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἀνέραστος}} < {{αρχ|ἐράω}} / [[ἐρῶ]] |
Αναθεώρηση της 05:30, 12 Ιανουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
σφάλμα
Κλίνεται όπως το ανώμαλος οξύφωνου-οξυφώνου κι όχι σαν το καλός ή όμορφος
Ετυμολογία
- ανέραστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνέραστος < αρχαία ελληνική ἐράω / ἐρῶ
Επίθετο
ανέραστος, -η, -ο
- που δεν ερωτεύεται, που ζει χωρίς έρωτα στη ζωή του
- (κατ’ επέκταση) άκαρδος, σκληρός
- ο ασεξουαλικός, ο ασέξουαλ