ψηφίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ψηφίζω → {{παθ|ψηφίζω}} με τη χρήση AWB
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 76: Γραμμή 76:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[lt:ψηφίζομαι]]

Αναθεώρηση της 20:30, 18 Ιανουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψηφίζω

Ρήμα

ψηφίζομαι, πρτ.: ψηφιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηφιστώ, αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. με ψηφίζουν

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψηφίζομαι

  1. ψηφίζω, ρίχνω την ψήφο μου
  2. (με αιτιατική) ψηφίζω κάποιον
  3. (με απαρέμφατο) αποφασίζω
  4. (με αιτιατική και δοτική) παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
  5. (παθητική φωνή) αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία