πεθαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
*:''πριν την εγχείρηση '''πέθαινε''' από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά'' |
*:''πριν την εγχείρηση '''πέθαινε''' από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά'' |
||
===={{συνώνυμα|el}}==== |
|||
* [[ειρηνεύω]] (για κλήρο) |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* '''πεθαίνω της [[πείνα|πείνας]]''' : [[πεινώ]] πάρα πολύ |
* '''πεθαίνω της [[πείνα|πείνας]]''' : [[πεινώ]] πάρα πολύ |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[πεθαμένα]] |
* [[πεθαμένα]] |
Αναθεώρηση της 21:03, 27 Ιανουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεθαίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀπεθαίνω < ἀπέθανε αόριστος του αρχαία ελληνική ἀποθνήσκω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
πεθαίνω
- φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
- ο ηθοποιός πέθανε από καρδιακή προσβολή
- σταματάει η ύπαρξή μου
- δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο
- θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
- η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σε αγαπά
- νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
- πριν την εγχείρηση πέθαινε από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά
Συνώνυμα
- ειρηνεύω (για κλήρο)
Εκφράσεις
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεθαίνω | πέθαινα | θα πεθαίνω | να πεθαίνω | πεθαίνοντας | |
β' ενικ. | πεθαίνεις | πέθαινες | θα πεθαίνεις | να πεθαίνεις | πέθαινε | |
γ' ενικ. | πεθαίνει | πέθαινε | θα πεθαίνει | να πεθαίνει | ||
α' πληθ. | πεθαίνουμε | πεθαίναμε | θα πεθαίνουμε | να πεθαίνουμε | ||
β' πληθ. | πεθαίνετε | πεθαίνατε | θα πεθαίνετε | να πεθαίνετε | πεθαίνετε | |
γ' πληθ. | πεθαίνουν(ε) | πέθαιναν πεθαίναν(ε) |
θα πεθαίνουν(ε) | να πεθαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πέθανα | θα πεθάνω | να πεθάνω | πεθάνει | ||
β' ενικ. | πέθανες | θα πεθάνεις | να πεθάνεις | πέθανε | ||
γ' ενικ. | πέθανε | θα πεθάνει | να πεθάνει | |||
α' πληθ. | πεθάναμε | θα πεθάνουμε | να πεθάνουμε | |||
β' πληθ. | πεθάνατε | θα πεθάνετε | να πεθάνετε | πεθάνετε | ||
γ' πληθ. | πέθαναν πεθάναν(ε) |
θα πεθάνουν(ε) | να πεθάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεθάνει | είχα πεθάνει | θα έχω πεθάνει | να έχω πεθάνει | ||
β' ενικ. | έχεις πεθάνει | είχες πεθάνει | θα έχεις πεθάνει | να έχεις πεθάνει | ||
γ' ενικ. | έχει πεθάνει | είχε πεθάνει | θα έχει πεθάνει | να έχει πεθάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεθάνει | είχαμε πεθάνει | θα έχουμε πεθάνει | να έχουμε πεθάνει | ||
β' πληθ. | έχετε πεθάνει | είχατε πεθάνει | θα έχετε πεθάνει | να έχετε πεθάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεθάνει | είχαν πεθάνει | θα έχουν πεθάνει | να έχουν πεθάνει |
|