τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl |
|||
Γραμμή 51: | Γραμμή 51: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} --> |
||
* {{es}} : {{τ|es|cabello}} |
|||
* {{it}} : {{τ|it|capello}} |
|||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} --> |
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} --> |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
* {{nl}} : {{τ|nl|haar}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|haar}} |
||
* {{oc}} : {{τ|oc|pel}} |
* {{oc}} : {{τ|oc|pel}} |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|szőr}} |
|||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|włos}} {{α}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|włos}} {{α}} |
Αναθεώρηση της 15:16, 2 Φεβρουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)
Ουσιαστικό
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
Συγγενικά
Εκφράσεις
- κάνω την τρίχα τριχιά: υπερβάλλω
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο): εντυπωσιάζομαι, εκπλήσσομαι ή τρομάζω, φρικιώ κλπ
- παρά τρίχα: παρά λίγο
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες (κατσαρές): μπούρδες
Σημειώσεις
- στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι
Μεταφράσεις
τρίχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίχα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
τρίχα
Συνώνυμα
- (ποιητικό) τριχθά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τρίχα