δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
διαγραφή ενός ορισμού και μιας κατηγορίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:δέρνω]]
[[fr:δέρνω]]
[[fr:δέρνω]]
[[ko:δέρνω]]
[[ko:δέρνω]]

Αναθεώρηση της 21:12, 10 Φεβρουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

δέρνω (παθητικό δέρνομαι)

  1. χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
     συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
    κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
  2. εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
     συνώνυμα: ριπίζω
    η χιονοθύελλα τους έδερνε πολλή ώρα, μέχρι να φτάσουν στο καταφύγιο
  3. βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
     συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω, ταλαιπωρώ, τυραννώ
    τους έχει δείρει η θλίψη κι η μοναξιά
  4. (για ιδιότητα) χαρακτηρίζω
    τι εγωισμός σας δέρνει!

Μεταφράσεις