θάπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
|||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
Γραμμή 50: | Γραμμή 46: | ||
*[[προθάπτω]] |
*[[προθάπτω]] |
||
*[[συνθάπτω]] |
*[[συνθάπτω]] |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
[[lt:θάπτω]] |
Αναθεώρηση της 14:48, 21 Φεβρουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θάπτω < αρχαία ελληνική θάπτω
Ρήμα
θάπτω
- λόγια μορφή του θάβω, τοποθετώ έναν νεκρό ή κάτι άλλο κάτω από το χώμα
Μεταφράσεις
θάπτω
→ δείτε τη λέξη θάβω |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ-
Ρήμα
θάπτω
- αποδίδω τις τελευταίες τιμές
- εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
- τιμώ με επικήδειες τελετές
- ενταφιάζω
- θάβω
- κηδεύω