ζωοδότης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 85.73.76.189 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} < [[ζωή]] + [[-δότης]] ( < [[δίδωμι]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} < [[ζωή]] + [[-δότης]] ( < [[δίδωμι]])
3333


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 14:50, 28 Φεβρουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωοδότης < (ελληνιστική κοινή) < ζωή + -δότης ( < δίδωμι)

Ουσιαστικό

ζωοδότης αρσενικό, ζωοδότρα θηλυκό

  1. που δίνει ζωή
    • (σε θέση επιθέτου)
      ο ζωοδότης ήλιος, ο ζωοδότης Χριστός


Μεταφράσεις