αγώνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη az
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 106: Γραμμή 106:
<!-- * {{ta}} : {{τ|ta|XXX}} -->
<!-- * {{ta}} : {{τ|ta|XXX}} -->
<!-- * {{tt}} : {{τ|tt|XXX}} -->
<!-- * {{tt}} : {{τ|tt|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->yolo swag
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tk}} : {{τ|tk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tk}} : {{τ|tk|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 18:01, 9 Μαρτίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγώνας οι αγώνες
      γενική του αγώνα των αγώνων
    αιτιατική τον αγώνα τους αγώνες
     κλητική αγώνα αγώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγώνας < αρχαία ελληνική ἀγών

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αγώνας αρσενικό

  1. η επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
    χρειάζεται μεγάλος αγώνας για την κατάκτηση της πρώτης θέσης
  2. η οργανωμένη και συστηματική κινητοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού
    ο αγώνας του Πολυτεχνείου / των εργατών
  3. η σύγκρουση δύο αντίπαλων στρατιωτικών παρατάξεων
     συνώνυμα: μάχη
    • (συνεκδοχικά, συνήθως με κεφαλαίο) το σύνολο των μαχών, ο πόλεμος
    ο Μακεδονικός Αγώνας
  4. (αθλητισμός) η οργανωμένη αναμέτρηση αθλητών ή ομάδων σε ένα συγκεκριμένο άθλημα
    • (πληθυντικός) οι αθλητικές αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων, συλλόγων ή και κρατών, οι οποίες έχουν οργανωθεί μετά απο επίσημη ανάθεση σε κάποια πόλη ή κράτος
    οι Ολυμπιακοί Αγώνες

Εκφράσεις

  • αγωνίστηκα τον αγώνα τον καλό : αγωνίστηκα χωρίς να παραιτηθώ από τις ιδέες και τις αρχές μου
  • αγώνας δρόμου: (κυριολεκτικά) άθλημα όπου οι αθλητές διαγωνίζονται στο τρέξιμο // (μεταφορικά) για ό,τι γίνεται με ταχείς ρυθμούς προκειμένου να προλάβει κάποιος κάτι
  • δικαστικός αγώνας : η δίκη
  • δίνω αγώνα για κάτι : κοπιάζω, μοχθώ

Συγγενικά


Μεταφράσεις