φασαρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
|||
Γραμμή 99: | Γραμμή 99: | ||
[[chr:φασαρία]] |
[[chr:φασαρία]] |
||
[[mg:φασαρία]] |
|||
[[pl:φασαρία]] |
[[pl:φασαρία]] |
Αναθεώρηση της 15:19, 11 Μαρτίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φασαρία < ιταλική λέξη fesseria < fesso + -eria < fendere
Ουσιαστικό
φασαρία θηλυκό
- η αναταραχή, η αναστάτωση
- είχαμε φασαρίες στο κέντρο σήμερα
- δεν θέλω τις φασαρίες της μετακόμισης (τις έγνοιες)
- ο σαματάς, η ηχορρύπανση, ο θόρυβος
- μην κάνεις φασαρία να κοιμηθεί η γιαγιά