συμμιγής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
KCharitakis (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανάκληση της επεξεργασίας 3604196 του 79.130.87.86 (Συζήτηση)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < { ({{αρχ|}})
: '''{{PAGENAME}}''' < {{σμσδ}} ''γαλλική'' [[complexe]] ({{αρχ|}})


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 09:30, 18 Μαρτίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμιγής η συμμιγής το συμμιγές
      γενική του συμμιγούς* της συμμιγούς του συμμιγούς
    αιτιατική τον συμμιγή τη συμμιγή το συμμιγές
     κλητική συμμιγή(ς) συμμιγής συμμιγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμιγείς οι συμμιγείς τα συμμιγή
      γενική των συμμιγών των συμμιγών των συμμιγών
    αιτιατική τους συμμιγείς τις συμμιγείς τα συμμιγή
     κλητική συμμιγείς συμμιγείς συμμιγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμμιγής < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική complexe (αρχαία ελληνική συμμιγής)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

συμμιγής , -ής , -ές

  1. (για αριθμούς) που αποτελείται από δύο ή περισσότερα τμήματα σε διαφορετικές μονάδες μετρήσεως, οι οποίες αναφέρονται στο ίδιο φυσικό μέγεθος
    «3 χρόνια, 3 μήνες και 20 ημέρες» είναι συμμιγής αριθμός
    το 3΄ 20΄΄ (τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα) είναι συμμιγής αριθμός


Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ συμμιγής τὸ συμμιγές οἱ, αἱ συμμιγεῖς τὰ συμμιγ
Γενική τοῦ, τῆς συμμιγοῦς τοῦ συμμιγοῦς τῶν συμμιγῶν τῶν συμμιγῶν
Δοτική τῷ, τῇ συμμιγεῖ τῷ συμμιγεῖ τοῖς, ταῖς συμμιγέσι(ν) τοῖς συμμιγέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν συμμιγ τὸ συμμιγές τοὺς, τὰς συμμιγεῖς τὰ συμμιγ
Κλητική συμμιγές συμμιγές συμμιγεῖς συμμιγ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική συμμιγεῖ
Γενική-Δοτική συμμιγοῖν

Ετυμολογία

συμμιγής < σύν + μείγνυμι

Επίθετο

συμμιγής

  1. ανάκατος με άλλους, ανάμεικτος