πολιτεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
KCharitakis (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανάκληση της επεξεργασίας 3605244 του 81.186.169.4 (Συζήτηση)
KCharitakis (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανάκληση της επεξεργασίας 3605536 του KCharitakis (Συζήτηση)λάθος μου
Γραμμή 107: Γραμμή 107:
* {{ιων}}: [[πολιτηίη]]
* {{ιων}}: [[πολιτηίη]]


===={{αλλόγλωσσα}}====
#αγγλικά [[police]]
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 14:45, 23 Μαρτίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

πολιτεία < αρχαία ελληνική πολιτεία

Ουσιαστικό

πολιτεία θηλυκό

  1. οι θεσμοί μιας χώρας που αυτή εποπτεύει ως η ενιαία έκφραση μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων
    Συνώνυμα: δημόσιο, πολίτευμα
  2. το έδαφος, οι κάτοικοι και η πολιτική εξουσία μαζί συνιστώντας τις τρεις κυριαρχίες
    Συνώνυμα: κράτος
  3. το καθένα από τα ομόσπονδα κράτη που συγκροτούν τις ΗΠΑ
  4. ο τρόπος που έζησε κάποιος τη ζωή του, ο τρόπος συμπεριφοράς αυτού του ατόμου, η διαγωγή του
    ο βίος και η πολιτεία του τάδε


Συγγενικά

Σύνθετα


Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πολιτεία < πολιτεύω < πολίτης

Ουσιαστικό

πολιτεία θηλυκό

  1. η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα
  2. ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή
  3. ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών
  4. ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνησης, διοίκησης
  5. (με περιληπτική σημασία) τα μέτρα της κυβέρνησης
  6. πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους
  7. είδος πολιτεύματος
  8. δημοκρατία, κοινοπολιτεία

Άλλες μορφές

Αλλόγλωσσα παράγωγα

  1. αγγλικά police