θερίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προσθεσα
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
KCharitakis (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανάκληση της επεξεργασίας 3605276 του 164.215.30.3 (Συζήτηση)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Επαγγελμα που εκαναν οι παλαιοι ανθρωποι για να μαζεψουν τα σταρια

=={{-el-}}==
=={{-el-}}==



Αναθεώρηση της 14:49, 23 Μαρτίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θερίζω < αρχαία ελληνική θερίζω

Ρήμα

θερίζω

  1. κόβω τα στάχυα ή χόρτα με δρεπάνι ή μηχανή
    τον Ιούλιο θερίζουν τα σπαρμένα
  2. (μεταφορικά) αποκτώ εμπειρίες, απολαμβάνω τα θετικά αποτελέσματα των ενεργειών μου
     συνώνυμα: δρέπω
    ήρθε η ώρα να θερίσομε τους καρπούς των κόπων μας
  3. σκοτώνω πολλούς ανθρώπους μαζί, αφανίζω
    ο μεθυσμένος οδηγός θέρισε τους πεζούς
  4. προκαλώ ένα ισχυρό σωματικό πόνο
    με θερίζει το στομάχι μου
  5. (ειδικότερα) προκαλώ διάρροια
    τον θέρισε το φαγητό της καντίνας

Εκφράσεις

  • ό,τι σπείρεις θα θερίσεις : τα αποτελέσματα των πράξεων είναι ανάλογα των προσπαθειών

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις