walking: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ca |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη co |
||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
[[ca:walking]] |
[[ca:walking]] |
||
[[chr:walking]] |
[[chr:walking]] |
||
[[co:walking]] |
|||
[[de:walking]] |
[[de:walking]] |
||
[[en:walking]] |
[[en:walking]] |
Αναθεώρηση της 23:56, 26 Μαρτίου 2016
Αγγλικά (en)
Ρηματικός τύπος
walking (en)
Ουσιαστικό
walking (en) < γερούνδιο του walk
- το περπάτημα
Επίθετο
walking (en)
- περιπατητικός
- walking shoes
- με τα πόδια, πεζός
- walking tour
- ως παρομοίωση για κάτι εξαιρετικό ή μια ιδιότητα που κάποιος λογικά δεν μπορεί να έχει, ζωντανή απόδειξη
- walking miracle, walking dictionary (το αντίστοιχο της "κινητής βιβλιοθήκης")
Εκφράσεις
- walking wounded (εκείνοι που σε ένα ατύχημα μπορούν να μετακινηθούν από το επικίνδυνο σημείο χωρίς συνδρομή άλλων)
- walking stick και walking cane (τα κουνούπια και άλλα έντομα, καθώς και το μπαστούνι, η ράβδος, η πατερίτσα)
- walking patient (ο περιπατητικός ασθενής)
- walking frame (η περπατούρα)
- walking fern (είδος φτέρης)