ισοπεδώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 25: | Γραμμή 25: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|level}} |
* {{en}} : {{τ|en|level}}, {{τ|en|raze}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 08:01, 30 Μαρτίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοπεδώνω < μεσαιωνική ελληνική ισοπεδ- (< ισόπεδος) + -ώνω
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1856
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ισοπεδώνω
- κάνω μια επιφάνεια εδάφους επίπεδη κι ομαλή
- καταστρέφω ολοκληρωτικά ένα κτίσμα, κατεδαφίζω
- (μεταφορικά) εξουθενώνω έναν αντίπαλο, τον εκμηδενίζω
- (μεταφορικά) εξισώνω, καταργώ διαφορές ή διαβαθμίσεις
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοπεδώνω | ισοπέδωνα | θα ισοπεδώνω | να ισοπεδώνω | ισοπεδώνοντας | |
β' ενικ. | ισοπεδώνεις | ισοπέδωνες | θα ισοπεδώνεις | να ισοπεδώνεις | ισοπέδωνε | |
γ' ενικ. | ισοπεδώνει | ισοπέδωνε | θα ισοπεδώνει | να ισοπεδώνει | ||
α' πληθ. | ισοπεδώνουμε | ισοπεδώναμε | θα ισοπεδώνουμε | να ισοπεδώνουμε | ||
β' πληθ. | ισοπεδώνετε | ισοπεδώνατε | θα ισοπεδώνετε | να ισοπεδώνετε | ισοπεδώνετε | |
γ' πληθ. | ισοπεδώνουν(ε) | ισοπέδωναν ισοπεδώναν(ε) |
θα ισοπεδώνουν(ε) | να ισοπεδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοπέδωσα | θα ισοπεδώσω | να ισοπεδώσω | ισοπεδώσει | ||
β' ενικ. | ισοπέδωσες | θα ισοπεδώσεις | να ισοπεδώσεις | ισοπέδωσε | ||
γ' ενικ. | ισοπέδωσε | θα ισοπεδώσει | να ισοπεδώσει | |||
α' πληθ. | ισοπεδώσαμε | θα ισοπεδώσουμε | να ισοπεδώσουμε | |||
β' πληθ. | ισοπεδώσατε | θα ισοπεδώσετε | να ισοπεδώσετε | ισοπεδώστε | ||
γ' πληθ. | ισοπέδωσαν ισοπεδώσαν(ε) |
θα ισοπεδώσουν(ε) | να ισοπεδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισοπεδώσει | είχα ισοπεδώσει | θα έχω ισοπεδώσει | να έχω ισοπεδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισοπεδώσει | είχες ισοπεδώσει | θα έχεις ισοπεδώσει | να έχεις ισοπεδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισοπεδώσει | είχε ισοπεδώσει | θα έχει ισοπεδώσει | να έχει ισοπεδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοπεδώσει | είχαμε ισοπεδώσει | θα έχουμε ισοπεδώσει | να έχουμε ισοπεδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισοπεδώσει | είχατε ισοπεδώσει | θα έχετε ισοπεδώσει | να έχετε ισοπεδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοπεδώσει | είχαν ισοπεδώσει | θα έχουν ισοπεδώσει | να έχουν ισοπεδώσει |
|