πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ca |
||
Γραμμή 77: | Γραμμή 77: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[ca:πάθος]] |
|||
[[chr:πάθος]] |
[[chr:πάθος]] |
||
[[da:πάθος]] |
[[da:πάθος]] |
Αναθεώρηση της 18:13, 3 Απριλίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάθος < αρχαία ελληνική πάθος
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική