δαπανάω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 22: Γραμμή 22:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[lt:δαπανάω]]

Αναθεώρηση της 21:17, 9 Απριλίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δαπανάω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαπανάω < δάπτω

Ρήμα

δαπανάω και δαπανῶ

  1. ξοδεύω, χρησιμοποιώ ή καταναλώνω χρήσιμα πράγματα και κυρίως χρήματα

Παράγωγα