πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
* [[πυρίτης]] |
* [[πυρίτης]] |
||
* [[πυρίτιο]] |
* [[πυρίτιο]] |
||
* [[πυρρός]] |
|||
* [[πυρσεύω]] |
* [[πυρσεύω]] |
||
* [[πυρσός]] |
* [[πυρσός]] |
Αναθεώρηση της 08:47, 15 Απριλίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πυρ | πυρά |
γενική | πυρός | πυρών |
αιτιατική | πυρ | πυρά |
κλητική | πυρ | πυρά |
Ετυμολογία
- πυρ < αρχαία ελληνική πῦρ
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πυρ ουδέτερο
- (λόγιο) φωτιά
- (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
- (πληθυντικός) τα πυρά: ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
- (πληθυντικός) τα πυρά: (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
- Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης
Παράγωγα
- πυρείον
- πυρετός
- πυρίαμα
- πυρίδιον
- πύρινος
- πυρίτης
- πυρίτιο
- πυρρός
- πυρσεύω
- πυρσός
- πυρσωρίς(ναυτ.) πλωτός φάρος ή φανός πάνω σε σχεδία σε αβαθή νερά ή πλησίον υφάλων
- πυρώδης
- πύρωσις
- πυρωτικός
- πυρώνω
Σύνθετα
Άλλες μορφές
Εκφράσεις
- αιώνιο πυρ
- άσβεστο πυρ
- βάπτισμα του πυρός
- γραμμή πυρός
- δια πυρός και σιδήρου
- διασταυρούμενα πυρά
- έλεγχος πυρός
- έναρξη πυρός
- καταιγισμός πυρός
- κατάπαυση του πυρός
- παρανάλωμα του πυρός
- υγρόν πυρ
- φράγμα πυρός ή φραγμός πυρός
- πυρ άγιο
- πυρ αθάνατο
- πυρ, γυνή και θάλασσα
- πυρ και μανία
- γίνομαι/είμαι πυρ και μανία: εξοργίζομαι και καταλαμβάνομαι από μένος εκδίκησης
- με κάνει πυρ και μανία
- στο πυρ το εξώτερο
Επιφώνημα
πυρ
- (στρατιωτικό παράγγελμα) πυρ !: διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)
Εκφράσεις
- πυρ κατά βούληση: εκτέλεση βολών χωρίς επί μέρους αναμονή εντολής