ύδωρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:3C02:B900:F5B1:820:DF4F:85B5 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγο... |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ja |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
[[fj:ύδωρ]] |
[[fj:ύδωρ]] |
||
[[fr:ύδωρ]] |
[[fr:ύδωρ]] |
||
[[ja:ύδωρ]] |
|||
[[ko:ύδωρ]] |
[[ko:ύδωρ]] |
||
[[li:ύδωρ]] |
[[li:ύδωρ]] |
Αναθεώρηση της 15:03, 21 Απριλίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ύδωρ < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ουσιαστικό
ύδωρ ουδέτερο
- το νερό, υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση, που αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο (χημικός τύπος: H2O)
Συγγενικά
Σύνθετα
- υδατάνθρακας
- υδατογραφία
- υδατοδιαλυτός
- υδατόπτωση
- υδατόσημο
- υδατοστεγής
- υδατοσφαίριση
- υδατοφράχτης
- Η μορφή υδρ-, υδρο- χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών δεκάδων λέξεων.
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ύδωρ
→ δείτε τη λέξη νερό |