αξονικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'καλός'}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λενδ}} {{ετυμ fr}} [[axonique]] < {{αρχ|ἄξων}} + [[-ικός]] |
||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' -ή -ό |
'''{{PAGENAME}}''' -ή -ό |
||
# που έχει σχέση με τον [[άξονας|άξονα]] ή αναφέρεται σ’ αυτόν |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#που έχει σχέση με τον [[Άξονας|Άξονα]] ή αναφέρεται σ’ αυτόν |
|||
# {{ιατρ}}, {{ανατ}}, {{νευρολ}} [[νευραξονικός]], που αφορά [[νευράξονας|νευράξονες]] |
# {{ιατρ}}, {{ανατ}}, {{νευρολ}} [[νευραξονικός]], που αφορά [[νευράξονας|νευράξονες]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
*[[αξονικά]] |
|||
*[[αξονική]] |
|||
*{{βλ|άξονας}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|axial}}(1) |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 14:58, 30 Απριλίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξονικός | η | αξονική | το | αξονικό |
γενική | του | αξονικού | της | αξονικής | του | αξονικού |
αιτιατική | τον | αξονικό | την | αξονική | το | αξονικό |
κλητική | αξονικέ | αξονική | αξονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξονικοί | οι | αξονικές | τα | αξονικά |
γενική | των | αξονικών | των | αξονικών | των | αξονικών |
αιτιατική | τους | αξονικούς | τις | αξονικές | τα | αξονικά |
κλητική | αξονικοί | αξονικές | αξονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- αξονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axonique < αρχαία ελληνική ἄξων + -ικός
Επίθετο
αξονικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τον άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον Άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- Πρότυπο:ιατρ, Πρότυπο:ανατ, Πρότυπο:νευρολ νευραξονικός, που αφορά νευράξονες