τεκμαίρομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: {{αρχ}} τεκμαίρομαι → {{αρχ|}} με τη χρήση AWB |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
{{en}} : |
{{en}} : |
||
* {{τ|en|infer}}, {{τ|en|conclude}}, {{τ|en|assume}}, {{τ|en|follow from the evidence}} |
|||
# it {{τ|en|follows}} from the evidence (third person) |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 22:32, 9 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τεκμαίρομαι < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι
Ρήμα
τεκμαίρομαι
- από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
- (στο γ' πρόσωπο) τεκμαίρεται: βγαίνει το συμπέρασμα επί τη βάσει τεκμηρίων
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
τεκμαίρομαι
- επί θεών, δια σημείου δηλώνω, προσδιορίζω
- γενικά προδιαγράφω
- από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
- επί των μελλόντων, προλέγω