θρησκεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
* [[θρησκόληπτος]] |
* [[θρησκόληπτος]] |
||
* [[θρησκοληψία]] |
* [[θρησκοληψία]] |
||
===={{βλέπε}}==== |
|||
* {{enWP|Religion}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:31, 14 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θρησκεία < ελληνιστική θρησκεία
Ουσιαστικό
θρησκεία θηλυκό
- παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με το θεό
- Η θρησκεία περιορίζει τα πάθη και σου δίνει σκοπό.
- Πρότυπο:φιλοσ οποιοδήποτε μη συνειδητοποιημένο φαντασιακό επινόημα
Το χρήμα, η δημοκρατία, η κρατική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα κράτη αποτελούν φαντασιακά επινοήματα, ανθρώπινες συμβάσεις. Οι σημαντικότεροι θεωρητικοί αυτών των φαντασιακών επινοήσεων παραδέχονται ρητά ότι αποτελούν αναγκαίες συμβάσεις, όμως η θρησκεία αν γίνει αντιληπτή ως σύμβαση και όχι ως απόλυτη αλήθεια, εξανεμίζεται.
- (μεταφορικά) η απόλυτη αφοσίωση σε ένα σκοπό
- Η ομάδα είναι θρησκεία για μένα.
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- Religion στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
θρησκεία
|