μέλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 30: | Γραμμή 30: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|membre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|membre}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Mitglied}} |
|||
* {{he}} : {{τ|he|איבר}} |
* {{he}} : {{τ|he|איבר}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|membro}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|membro}} |
||
Γραμμή 74: | Γραμμή 74: | ||
---- |
---- |
||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc-κλίσ-'βέλος'}} |
{{grc-κλίσ-'βέλος'}} |
Αναθεώρηση της 16:48, 24 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέλος < αρχαία ελληνική μέλος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μέλος ουδέτερο
- τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
- οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού ιδιαίτερης λειτουργίας
- ο άνθρωπος που συμμετέχει σε επιτροπή, αποστολή, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
- κάθε χώρα (κράτος) συνασπισμού χωρών (οικονομικού, θρησκευτικού, εμπορικού, συμμαχικού κ.λπ)
- (μεταφορικά) άνθρωπος ο οποίος εντάσσεται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα
- το χορικό ή λυρικό άσμα
- η μελωδία
Σύνθετα
- διαμελισμός, διαμελίζω
- μελόδραμα, μελοδραματικός, μελοδραμάτιον, μελοδραματισμός, μελοδραματοποιός, μελοδραματοποιώ
- μελοποίηση, μελοποιός, μελοποιώ
Μεταφράσεις
τμήμα του σώματος
μελωδία
→ δείτε τη λέξη μελωδία |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel
Ουσιαστικό
μέλος ουδέτερο
- μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
- τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος
- μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος