φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
* [[φλέγω]] |
* [[φλέγω]] |
||
* [[φλόγα]] |
* [[φλόγα]] |
||
* [[φλογέρα]] |
|||
* [[φλογερά]] |
|||
* [[φλογερός]] |
|||
* [[φλογίζω]] |
|||
* [[φλογισμένος]] |
|||
* [[φλόγιστρο}} |
|||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
Αναθεώρηση της 12:16, 31 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικός
- φλεγματώδης
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλέγω
- φλόγα
- φλογέρα
- φλογερά
- φλογερός
- φλογίζω
- φλογισμένος
- [[φλόγιστρο}}
Δείτε επίσης
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
φλεγμονή