εύσωμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
*{{βλ|μεγαλόσωμος}} |
*{{βλ|μεγαλόσωμος}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|stout}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 16:36, 13 Ιουνίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύσωμος | η | εύσωμη | το | εύσωμο |
γενική | του | εύσωμου | της | εύσωμης | του | εύσωμου |
αιτιατική | τον | εύσωμο | την | εύσωμη | το | εύσωμο |
κλητική | εύσωμε | εύσωμη | εύσωμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύσωμοι | οι | εύσωμες | τα | εύσωμα |
γενική | των | εύσωμων | των | εύσωμων | των | εύσωμων |
αιτιατική | τους | εύσωμους | τις | εύσωμες | τα | εύσωμα |
κλητική | εύσωμοι | εύσωμες | εύσωμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- εύσωμος < (ελληνιστική κοινή) εὔσωμος < αρχαία ελληνική εὖ + σῶμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
εύσωμος, -η, -ο
- που έχει μεγαλύτερες απ’ τις συνήθεις σωματικές διαστάσεις, χωρίς όμως να δίνει την εντύπωση υπερβολικά χοντρού ατόμου, συνήθως εξαιτίας του μεγάλου ύψους του
- (ευφημιστικά) υπερβολικά χοντρός, παχύσαρκος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εύσωμος
|