compassion: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ar
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* {{βλ|compatir}}
* {{βλ|compatir}}


[[ar:compassion]]
[[chr:compassion]]
[[chr:compassion]]
[[cs:compassion]]
[[cs:compassion]]

Αναθεώρηση της 16:45, 1 Ιουλίου 2016

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

compassion (en)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
compassion compassions

compassion (fr) θηλυκό

  1. συμπόνια

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη compatir