αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη πολωνικης
Γραμμή 51: Γραμμή 51:
* {{hu}} : {{τ|hu|udvar}}
* {{hu}} : {{τ|hu|udvar}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|podwórze}}
* {{pt}} : {{τ|pt|corte}}
* {{pt}} : {{τ|pt|corte}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 08:58, 7 Ιουλίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλή οι αυλές
      γενική της αυλής των αυλών
    αιτιατική την αυλή τις αυλές
     κλητική αυλή αυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αυλή θηλυκό

  1. υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
     συνώνυμα: προαύλιο, περίβολος
  2. το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις