φιμώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φιμώνω → {{παθ|φιμώνω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME}}''' < με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φιμώνω}}
: '''{{PAGENAME}}''': {{παθ|φιμώνω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
Γραμμή 12: Γραμμή 12:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|φιμώνω}}
* [[φίμωση]]
* [[φίμωτρο]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 05:31, 2 Σεπτεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω

Ρήμα

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια του βιασμού
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

Μεταφράσεις