σώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθήκη ουγγρικής και ιταλικής γλώσσας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
* [[σωματοφύλακας]]
* [[σωματοφύλακας]]
* [[σωματάρχης]]
* [[σωματάρχης]]
*[[εξωσωματική]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 12:58, 25 Σεπτεμβρίου 2016

Δείτε επίσης: σῶμα

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

σώμα ουδέτερο

  1. οργανισμός
  2. κορμός
  3. επιδερμίδα
  4. η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
  5. υλικό αντικείμενο
  6. οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
  7. ευρύτερος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, ο οποίος καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή. Περιλαμβάνει μικρότερες αυτοτελείς μονάδες και σχηματισμούς, όπους μεραρχίες, ταξιαρχίες, συντάγματα και τάγματα.
    σώμα στρατού
  8. δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών.
    τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις