γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ku |
||
Γραμμή 128: | Γραμμή 128: | ||
[[kn:γάλα]] |
[[kn:γάλα]] |
||
[[ko:γάλα]] |
[[ko:γάλα]] |
||
[[ku:γάλα]] |
|||
[[li:γάλα]] |
[[li:γάλα]] |
||
[[lo:γάλα]] |
[[lo:γάλα]] |
Αναθεώρηση της 00:57, 14 Οκτωβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γάλα < αρχαία ελληνική γάλα
Ουσιαστικό
γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
και
Μεταφράσεις
γάλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-
Ουσιαστικό
γάλα ουδέτερο