νοσοκομειακός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{προσχέδιο}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[νοσοκομείο]] + [[-ακός]]


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
* σχετικός με το [[νοσοκομείο]]
#που έχει σχέση με το [[νοσοκομείο]], αναφέρεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
#{{ουσ}} [[νοσοκομειακό]]: [[ασθενοφόρο]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|νοσοκόμος}}
* [[νοσοκόμα]]
* [[νοσοκομειακό]]
* [[νοσοκομείο]]
* [[νοσοκόμος]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 07:34, 17 Οκτωβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσοκομειακός η νοσοκομειακή το νοσοκομειακό
      γενική του νοσοκομειακού της νοσοκομειακής του νοσοκομειακού
    αιτιατική τον νοσοκομειακό τη νοσοκομειακή το νοσοκομειακό
     κλητική νοσοκομειακέ νοσοκομειακή νοσοκομειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσοκομειακοί οι νοσοκομειακές τα νοσοκομειακά
      γενική των νοσοκομειακών των νοσοκομειακών των νοσοκομειακών
    αιτιατική τους νοσοκομειακούς τις νοσοκομειακές τα νοσοκομειακά
     κλητική νοσοκομειακοί νοσοκομειακές νοσοκομειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοσοκομειακός < νοσοκομείο + -ακός

Επίθετο

νοσοκομειακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το νοσοκομείο, αναφέρεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νοσοκομειακό: ασθενοφόρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις