κορυφή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 37.6.175.20 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
σκατά
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}

==={{ετυμολογία}}===
κορυ
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
ήφ


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 15:15, 17 Οκτωβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορυφή οι κορυφές
      γενική της κορυφής των κορυφών
    αιτιατική την κορυφή τις κορυφές
     κλητική κορυφή κορυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορυφή < αρχαία ελληνική κορυφή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κορυφή θηλυκό

  1. Πρότυπο:γεωγρ το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
    η κορυφή του Ταϋγέτου, η κορυφή του δέντρου
  2. (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο της εξέλιξης ενός ανθρώπου από επαγγελματική, επιστημονική ή άλλη άποψη
  3. (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
    η κορυφή της τροφικής αλυσίδας
  4. (συνεκδοχικά) ο κορυφαίος στον τομέα του
    αυτός ο επιστήμονας είναι κορυφή
  5. Πρότυπο:γεωμ το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κορυφή < κόρυς

Ουσιαστικό

κορυφή θηλυκό

  1. το πιο ψηλό σημείο στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου
  2. (γενικότερα) το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει ύψος
  3. (μεταφορικά) η κορωνίδα