φιμώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|φιμώνω}}
*{{βλ|φιμώνω}}

==={{κλίση}}===
{{el-k=κλίσ-'ενώνομαι'|φιμώ|φιμω}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 08:22, 30 Οκτωβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω

Ρήμα

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια του βιασμού
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

Κλίση

Πρότυπο:el-k=κλίσ-'ενώνομαι'

Μεταφράσεις