φιμώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|φιμώ|φιμω}}
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|φιμώ|φιμω}}


[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνομαι]]
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 08:23, 30 Οκτωβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω

Ρήμα

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια του βιασμού
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις