φλέγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
*[[εγκαιροφλεγής]] |
*[[εγκαιροφλεγής]] |
||
*[[καταφλέγω]] |
*[[καταφλέγω]] |
||
*[[Πυριφλεγέθων]] |
|||
*[[φλέγμα]] |
*[[φλέγμα]] |
||
*[[φλεγμαίνω]] |
*[[φλεγμαίνω]] |
Αναθεώρηση της 08:29, 30 Οκτωβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλέγω < αρχαία ελληνική φλέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰel- (καίω, λάμπω)
Ρήμα
φλέγω, ενεργητική μετοχή: φλέγων, παθητική φωνή: φλέγομαι,
- (μεταφορικά) καίω, πυρπολώ, προκαλώ έντονα συναισθήματα
- το παράδειγμα των ηρώων αυτών φλέγει τις καρδιές μας
Συγγενικά
- αλεξίφλογο
- αλεξίφλογος
- αναφλέγω
- αναφλογίζω
- αναφλογισμένος
- αντιφλεγμονώδης
- αντιφλογιά
- αντιφλογιστικός
- αντίφλογο
- αργοφλογιστία
- αυταναφλέγομαι
- αφλογισιά
- αφλογιστία
- αφλόγιστος
- άφλογος
- αφλόγωτος
- βραδυφλεγής
- εγκαιροφλεγής
- καταφλέγω
- Πυριφλεγέθων
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικός
- φλεγμονή
- φλεγμονώδης
- φλέγομαι
- φλέγων
- φλέμα
- φλόγα
- φλογερός
- φλογίζω
- φλόγισμα
- φλογιστό
- φλόγιστρο
- φλογοβόλο
- φλογοκρύπτης
- φλογόλευκος
- φλογοσωλήνας
- φλόγωση
- φλογώδης
- φλογώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλέγω | έφλεγα | θα φλέγω | να φλέγω | φλέγοντας | |
β' ενικ. | φλέγεις | έφλεγες | θα φλέγεις | να φλέγεις | φλέγε | |
γ' ενικ. | φλέγει | έφλεγε | θα φλέγει | να φλέγει | ||
α' πληθ. | φλέγουμε | φλέγαμε | θα φλέγουμε | να φλέγουμε | ||
β' πληθ. | φλέγετε | φλέγατε | θα φλέγετε | να φλέγετε | φλέγετε | |
γ' πληθ. | φλέγουν(ε) | έφλεγαν φλέγαν(ε) |
θα φλέγουν(ε) | να φλέγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφλεξα | θα φλέξω | να φλέξω | φλέξει | ||
β' ενικ. | έφλεξες | θα φλέξεις | να φλέξεις | φλέξε | ||
γ' ενικ. | έφλεξε | θα φλέξει | να φλέξει | |||
α' πληθ. | φλέξαμε | θα φλέξουμε | να φλέξουμε | |||
β' πληθ. | φλέξατε | θα φλέξετε | να φλέξετε | φλέξτε | ||
γ' πληθ. | έφλεξαν φλέξαν(ε) |
θα φλέξουν(ε) | να φλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλέξει | είχα φλέξει | θα έχω φλέξει | να έχω φλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις φλέξει | είχες φλέξει | θα έχεις φλέξει | να έχεις φλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει φλέξει | είχε φλέξει | θα έχει φλέξει | να έχει φλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλέξει | είχαμε φλέξει | θα έχουμε φλέξει | να έχουμε φλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε φλέξει | είχατε φλέξει | θα έχετε φλέξει | να έχετε φλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλέξει | είχαν φλέξει | θα έχουν φλέξει | να έχουν φλέξει |
|