βλάκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη
* αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη
* ο [[ανόητος]], ο [[χαζός]]
* ο [[ανόητος]], ο [[χαζός]], ο ρελαντίστροφος
===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
* (''αργκό'') '''σαν βλάκας''': πάρα πολύ
* (''αργκό'') '''σαν βλάκας''': πάρα πολύ

Αναθεώρηση της 14:11, 17 Νοεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλάκας οι βλάκες
      γενική του βλάκα
    αιτιατική τον βλάκα τους βλάκες
     κλητική βλάκα βλάκες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλάκας < αρχαία ελληνική βλάξ

Ουσιαστικό

βλάκας αρσενικό

  • αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη
  • ο ανόητος, ο χαζός, ο ρελαντίστροφος

Εκφράσεις

  • (αργκό) σαν βλάκας: πάρα πολύ
έτρεχε πίσω της διαρκώς, την ήθελε σαν βλάκας

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • αν και είναι αρσενικό όνομα αποδίδεται και σε θηλυκά πρόσωπα:
    αυτή η γυναίκα είναι μεγάλος βλάκας

Μεταφράσεις