βλάκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
* αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη |
* αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη |
||
* ο [[ανόητος]], ο [[χαζός]], ο ρελαντίστροφος |
* ο [[ανόητος]], ο [[χαζός]], ο ρελαντίστροφος |
||
* {{λαϊκ}} φιλική προσφώνηση, |
* {{λαϊκ}} φιλική προσφώνηση, βλακάκος |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* (''αργκό'') '''σαν βλάκας''': πάρα πολύ |
* (''αργκό'') '''σαν βλάκας''': πάρα πολύ |
Αναθεώρηση της 14:13, 17 Νοεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλάκας | οι | βλάκες |
γενική | του | βλάκα | — | |
αιτιατική | τον | βλάκα | τους | βλάκες |
κλητική | βλάκα | βλάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βλάκας < αρχαία ελληνική βλάξ
Ουσιαστικό
βλάκας αρσενικό
- αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη
- ο ανόητος, ο χαζός, ο ρελαντίστροφος
- (λαϊκότροπο) φιλική προσφώνηση, βλακάκος
Εκφράσεις
- (αργκό) σαν βλάκας: πάρα πολύ
- έτρεχε πίσω της διαρκώς, την ήθελε σαν βλάκας
Συγγενικά
Σημειώσεις
- αν και είναι αρσενικό όνομα αποδίδεται και σε θηλυκά πρόσωπα:
- αυτή η γυναίκα είναι μεγάλος βλάκας
Μεταφράσεις
βλάκας