αποταμιεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἀποταμιεύω}} / [[ἀποταμιεύομαι]] < [[ἀπό]] + {{αρχ|ταμιεύω}} < [[ταμίας]] < {{ιε}} *tm̥-n-h₂- < *''temh₂''- ([[κόβω]]) |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀποταμιεύω]] |
|||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|a.pɔ.ta.mi.ˈɛ.vɔ|γλ=el}} |
|||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[αποταμιεύομαι]]) |
||
#{{οικον}} [[κρατώ]] κάποια [[χρήμα]]τα στην [[άκρη]] (σε [[τραπεζικός|τραπεζικό]] [[λογαριασμό]] ή αλλού), προκειμένου να τα χρησιμοποιήσω αργότερα (όλο το ποσό ή τμήμα του), όταν θα τα έχω περισσότερη [[ανάγκη]] |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#{{κτεπε}} {{μτφρ}} [[παρόμοιος|παρόμοια]] [[διαδικασία]] για διάφορα υλικά ή [[πνευματικά]] [[αγαθά]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
*[[αποταμίευμα]] |
|||
*[[αποταμιευμένος]] |
|||
*[[αποταμίευση]] |
|||
*[[αποταμιευτήρας]] |
|||
*[[αποταμιευτής]] |
|||
*[[αποταμιευτικός]] |
|||
*[[αποταμιεύτρια]] |
|||
*{{βλ|από|ταμίας|τέμνω}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|save}} |
* {{en}} : {{τ|en|save}}(1), {{τ|en|save up}}(1), {{τ|en|reserve}}(2) |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 06:59, 17 Δεκεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποταμιεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι < ἀπό + αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
αποταμιεύω (παθητική φωνή: αποταμιεύομαι)
- Πρότυπο:οικον κρατώ κάποια χρήματα στην άκρη (σε τραπεζικό λογαριασμό ή αλλού), προκειμένου να τα χρησιμοποιήσω αργότερα (όλο το ποσό ή τμήμα του), όταν θα τα έχω περισσότερη ανάγκη
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) παρόμοια διαδικασία για διάφορα υλικά ή πνευματικά αγαθά
Συγγενικά
- αποταμίευμα
- αποταμιευμένος
- αποταμίευση
- αποταμιευτήρας
- αποταμιευτής
- αποταμιευτικός
- αποταμιεύτρια
- → δείτε τις λέξεις από, ταμίας και τέμνω