ωρύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατέστησε: {{αρχ}} ὠρύομαι → {{αρχ|ὠρύομαι}} με τη χρήση AWB
Polyvios (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[ουρλιάζω]]
* [[ουρλιάζω]]

===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'αναμένομαι'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:21, 21 Δεκεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωρύομαι < αρχαία ελληνική ὠρύομαι

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

ωρύομαι

  • βγάζω άγρια και δυνατή φωνή από αγανάκτηση, οργή, θυμό κ.λπ.
    μισή ώρα ωρυόταν για τα λάθη του

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ωρύομαι ωρυόμουν(α) θα ωρύομαι να ωρύομαι
β' ενικ. ωρύεσαι ωρυόσουν(α) θα ωρύεσαι να ωρύεσαι ωρύου
γ' ενικ. ωρύεται ωρυόταν(ε) θα ωρύεται να ωρύεται
α' πληθ. ωρυόμαστε ωρυόμαστε
ωρυόμασταν
θα ωρυόμαστε να ωρυόμαστε
β' πληθ. ωρύεστε ωρυόσαστε
ωρυόσασταν
θα ωρύεστε να ωρύεστε ωρύεστε
γ' πληθ. ωρύονται ωρύονταν
ωρυόντουσαν
θα ωρύονται να ωρύονται

Μεταφράσεις