παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 34: Γραμμή 34:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|market}}, {{τ|en|haggling}}
* {{en}} : {{τ|en|market}}, {{τ|en|haggling}}, ''διαπραγματεύσεις ανταλλαγής'': {{τ|en|barter}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 09:58, 10 Ιανουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παζάρι τα παζάρια
      γενική του παζαριού των παζαριών
    αιτιατική το παζάρι τα παζάρια
     κλητική παζάρι παζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παζάρι < μεσαιωνική ελληνική παζάρι(ο)ν < Πρότυπο:ετυμ tr pazar < Πρότυπο:ετυμ fa بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)

Ουσιαστικό

παζάρι ουδέτερο

  1. η υπαίθρια αγορά
  2. η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
     συνώνυμα: παζάρεμα
    στην Ανατολή σχεδόν επιβάλλονται τα παζάρια

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις