εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θεν}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θεν}}
#το να [[πιστεύω|πιστεύεις]] ότι κάποιος έχει ορισμένες [[ικανότητες]], [[ιδιότητες]] ή [[αρετές]]
#το να [[πιστεύω|πιστεύεις]] ότι κάποιος έχει ορισμένες [[ικανότητες]], [[ιδιότητες]] ή [[αρετές]] και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
#{{πολιτ}} η [[στήριξη]] που παρέχει η [[πλειοψηφία]] του [[κοινοβουλίου]] σε μια [[κυβέρνηση]]
#{{πολιτ}} η [[στήριξη]] που παρέχει η [[πλειοψηφία]] του [[κοινοβουλίου]] σε μια [[κυβέρνηση]]



Αναθεώρηση της 15:56, 18 Ιανουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εμπιστοσύνη
      γενική της εμπιστοσύνης
    αιτιατική την εμπιστοσύνη
     κλητική εμπιστοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη

Ουσιαστικό

εμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
  2. Πρότυπο:πολιτ η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις