προβαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
# [[προχωρώ]] (σε μια ενέργεια) |
# [[προχωρώ]] (σε μια ενέργεια) |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'προβαίνω'|προβαίν|προέβαιν|προβ|προέβ}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 20:07, 18 Ιανουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προβαίνω < αρχαία ελληνική προβαίνω
Ρήμα
προβαίνω, πρτ.: προέβαινα, στ.μέλλ.: θα προβώ, αόρ.: προέβην
- προχωρώ (σε μια ενέργεια)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβαίνω | προέβαινα | θα προβαίνω | να προβαίνω | προβαίνοντας | |
β' ενικ. | προβαίνεις | προέβαινες | θα προβαίνεις | να προβαίνεις | προέβαινε | |
γ' ενικ. | προβαίνει | προέβαινε | θα προβαίνει | να προβαίνει | ||
α' πληθ. | προβαίνουμε | προβαίναμε | θα προβαίνουμε | να προβαίνουμε | ||
β' πληθ. | προβαίνετε | προβαίνατε | θα προβαίνετε | να προβαίνετε | προβαίνετε | |
γ' πληθ. | προβαίνουν(ε) | προέβαιναν προβαίναν(ε) |
θα προβαίνουν(ε) | να προβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέβην | θα προβώ | να προβώ | προβεί | ||
β' ενικ. | προέβης | θα προβείς | να προβείς | προβές | ||
γ' ενικ. | προέβη | θα προβεί | να προβεί | |||
α' πληθ. | προβήκαμε | θα προβούμε | να προβούμε | |||
β' πληθ. | προβήκατε | θα προβείτε | να προβείτε | προβείτε | ||
γ' πληθ. | προέβησαν | θα προβούν | να προβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προβεί | είχα προβεί | θα έχω προβεί | να έχω προβεί | ||
β' ενικ. | έχεις προβεί | είχες προβεί | θα έχεις προβεί | να έχεις προβεί | ||
γ' ενικ. | έχει προβεί | είχε προβεί | θα έχει προβεί | να έχει προβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προβεί | είχαμε προβεί | θα έχουμε προβεί | να έχουμε προβεί | ||
β' πληθ. | έχετε προβεί | είχατε προβεί | θα έχετε προβεί | να έχετε προβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προβεί | είχαν προβεί | θα έχουν προβεί | να έχουν προβεί |
|
Μεταφράσεις
προβαίνω
|