πρόοδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 8 γλωσσων
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} -->
* {{no}} : {{τ|no|fremang}}
* {{no}} : {{τ|no|fremgang}}
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|haladás}}
* {{hu}} : {{τ|hu|haladás}}

Αναθεώρηση της 10:23, 2 Φεβρουαρίου 2017

Δείτε επίσης: πρόσοδος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόοδος οι πρόοδοι (πρόοδες)
      γενική της προόδου των προόδων
    αιτιατική την πρόοδο τις προόδους (πρόοδες)
     κλητική πρόοδε (πρόοδο) πρόοδοι (πρόοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόοδος < αρχαία ελληνική πρόοδος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πρόοδος θηλυκό (πληθυντικός: πρόοδοι)

  1. Η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο.
Βλέπω τις προόδους που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!
  1. Πρότυπο:μαθ είδος ακολουθίας
  2. (εκπαίδευση) είδος εξέτασης σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πρόοδος < πρό + ὁδός

Ουσιαστικό

πρόοδος θηλυκό

  1. η πορεία προς τα εμπρός
  2. (ειδικότερα) η έξοδος από το σπίτι
  3. η δημόσια εμφάνιση
  4. Πρότυπο:μαθ πρόοδος